στηρίζω

στηρίζω
στηρίζω, E.Hipp.1207, etc.: [tense] fut.
A

-ίξω Hp.Morb.4.52

(v.l.), 1 Ep.Pet.5.10,

-ίσω LXX Si.38.34

, Je.17.5, -ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: [tense] aor.

ἐστήριξα Il.4.443

, [dialect] Ep.

στήριξα Hes.Th.498

; inf.

στηρίξαι Od.12.434

, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part.

στηρίξας Sor.2.57

; opt.

στηρίξειεν Th.2.49

;

ἐστήρισα LXX Ge.27.37

, App.BC1.98; imper.

στηρισάτω AP14.72

:—[voice] Med., [tense] aor.

ἐστηριξάμην Il.21.242

, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later

-ισάμην LXX Is.59.16

, Plu.Eum.11: [tense] fut.

στηρίξομαι Philostr.VA5.35

:—[voice] Pass., [tense] fut.

στηριχθήσομαι Gal.UP9.16

: [tense] aor.

ἐστηρίχθην Tyrt.11.22

, Hp.VC3, Gal.15.126: [tense] pf.

ἐστήριγμαι Hes.Th.779

, Hp.Morb.3.3, etc.; inf.

ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19

: [tense] plpf.

ἐστήρικτο Il.16.111

, Hes.Sc.218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61;

σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10

; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th.498;

βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49

;

λίθον διορίζοντα ὅρους . . στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769

(Palestine, iii/iv A.D.).
2 support,

σίτῳ τινά LXX Ge.27.37

; feed up a patient, Gal.19.192;

σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34

, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish,

τὴν ἀρχήν App.BC1.98

;

τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32

, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.
3 [voice] Med., ground, establish for oneself,

κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr.299

;

πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72

; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).
B [voice] Pass. and [voice] Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11;

οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218

; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th.779;

ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο E.Ba.1073

;

στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22

;

πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete.376b23

(s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι ς. AP7.731 (Leon.);

Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9

(Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230,274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu.395b4;

λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23

; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.
2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου . . στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj.194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν ¯ must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.
3 of diseases,= infr. 11.2,

μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126

, cf. 789,855, Aret.SA1.5.
II [voice] Act. intr. in same sense,

οὐδέ πῃ εἶχον . . στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον . . Od.12.434

; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp.1207: metaph.,

οὐρανῷ στηρίζον . . κλέος Id.Ba.972

; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib.1083, cf. Plu.Sull.6.
2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49;

ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33

;

εἰ . . ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12

; cf.

στήριξις 2

.
3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.
4 metaph., ἐπὶ δόγματος ς. hold fast to an opinion, D.L.2.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στηρίζω — make fast pres subj act 1st sg στηρίζω make fast pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζω — στηρίζω, στήριξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηρίζεσθε — στηρίζω make fast pres imperat mp 2nd pl στηρίζω make fast pres ind mp 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζετε — στηρίζω make fast pres imperat act 2nd pl στηρίζω make fast pres ind act 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζῃ — στηρίζω make fast pres subj mp 2nd sg στηρίζω make fast pres ind mp 2nd sg στηρίζω make fast pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίξω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσει — στηρίζω make fast aor subj act 3rd sg (epic) στηρίζω make fast fut ind mid 2nd sg στηρίζω make fast fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσουσιν — στηρίζω make fast aor subj act 3rd pl (epic) στηρίζω make fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στηρίζω make fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”